γεωδαισίας

γεωδαισίας
γεωδαισίᾱς , γεωδαισία
land-dividing
fem acc pl
γεωδαισίᾱς , γεωδαισία
land-dividing
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Χέλμερτ, Φρίντριχ Ρόμπερτ — (Helmert, Φράιμπεργκ, Σαξονία 1843 – Πότσνταμ 1917). Γερμανός γεωδαίτης. Εργάστηκε στο αστεροσκοπείο του Αμβούργου (1868 70), έγινε υφηγητής (1870) και καθηγητής της γεωδαισίας στο πολυτεχνείο του Άαχεν (1872 – 1887) και μετά καθηγητής στο… …   Dictionary of Greek

  • γεωδαισιμετρία — η η καταμέτρηση τής γης σύμφωνα με τις μεθόδους τής γεωδαισίας …   Dictionary of Greek

  • υψομετρία — και υψιμετρία, η, Ν 1. (γεωδ. τοπογρ.) κλάδος τής γεωδαισίας και τής τοπογραφίας που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση τού ύψους σημείων τού εδάφους από μια επιφάνεια αναφοράς, που είναι συνήθως η στάθμη τής θάλασσας 2. φρ. α) «βαρομετρική… …   Dictionary of Greek

  • χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… …   Dictionary of Greek

  • όδευση — η (Α ὅδευσις) [οδεύω] 1. πορεία, οδοιπορία 2. διέλευση νεοελλ. 1. (σε περιόδους πολέμου ή πολιορκίας) α) πορεία διά μέσου οδευμάτων β) διάνοιξη οδεύμα τος 2. μέθοδος τής γεωδαισίας και τής τοπογραφίας για τον προσδιορισμό τών γεωγραφικών… …   Dictionary of Greek

  • Δούσμανης — Επώνυμο κερκυραϊκής οικογένειας ευγενών, ηπειρωτικής καταγωγής, που συγγένευε με βασιλικούς και πριγκιπικούς οίκους. Ο αρχηγός της οικογένειας αναφέρεται ότι άκμασε κατά τον 14o 15o αι. Όριζε την περιοχή όπου αργότερα χτίστηκε το Σούλι. Για τις… …   Dictionary of Greek

  • Λαμπαδάριος, Δημήτριος — (Αθήνα 1893 – 1950). Γεωδαίτης, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και γεωδαισία στο πολυτεχνείο της Δρέσδης. Υπηρέτησε στην τοπογραφική υπηρεσία της Βέρνης, στο υπουργείο Σιδηροδρόμων… …   Dictionary of Greek

  • Μητσόπουλος, Κωνσταντίνος — (Πάτρα 1844 – 1911). Φυσιοδίφης, γεωλόγος, ορυκτολόγος και καθηγητής πανεπιστημίου. Σπούδασε στη Φυσική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύτηκε και πρώτος διδάκτορας. Συνέχισε τις σπουδές του για έξι χρόνια στο Πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

  • Μπριγουέν, Λουί Μαρσέλ — (Luis Marcel Brillouin, Σεν Μαρτέν λε Μελ, Ντε Σεβρ 1854 – Παρίσι 1948). Γάλλος φυσικός και μαθηματικός, καθηγητής στο Κολέγιο της Γαλλίας από το 1900 μέχρι το 1932. Ανέπτυξε σημαντικό έργο σε διάφορους τομείς της φυσικής. Σε αυτόν οφείλονται… …   Dictionary of Greek

  • Πιρς, Κάρλ — (PeirceΑμερικανός ιδεαλιστής φιλόσοφος, μαθηματικός και φυσιοδίφης. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και στη συνέχεια εργάστηκε στον σταθμό γεωδαισίας της Ακτοφυλακής των ΗΠΑ. Διετέλεσε καθηγητής της λογικής, της ιστορίας και της φιλοσοφίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”